Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκότος
σκοτόω
σκοτώδης
σκότωμα
σκυβαλισμός
σκυδμαίνω
σκύζομαι
Σκύθαι
σκυθίζομαι
σκυθράζω
σκυθρωπάζω
σκυθρωπός
σκυλακείᾱ
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακοκτόνος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκῡλεύματα
σκῡλεύω
Σκύλλα
View word page
σκυθρωπάζω
σκυθρωπάζωvbσκυθρωπός look surlysullen, scowlAr. X. Aeschin. D. Thphr. Men.

ShortDef

to look angry

Debugging

Headword:
σκυθρωπάζω
Headword (normalized):
σκυθρωπάζω
Headword (normalized/stripped):
σκυθρωπαζω
IDX:
36775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36776
Key:
σκυθρωπάζω

Data

{'headword_display': '<b>σκυθρωπάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκυθρωπάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>σκυθρωπός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>look surly<or/>sullen, scowl</Tr><Au>Ar. X. Aeschin. D. Thphr. Men.<NBPlus/></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σκυθρωπάζω'}