Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτοδῑνίᾱ
σκοτοδῑνιάω
σκοτόεις
σκοτομήνιος
σκότος
σκοτόω
σκοτώδης
σκότωμα
σκυβαλισμός
σκυδμαίνω
σκύζομαι
Σκύθαι
σκυθίζομαι
σκυθράζω
σκυθρωπάζω
σκυθρωπός
σκυλακείᾱ
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακοκτόνος
View word page
σκυδμαίνω
σκυδμαίνωvbreltd.σκύζομαιep.inf.
σκυδμαινέμεν
be angryw.dat.w. someoneIl.

ShortDef

to be angry

Debugging

Headword:
σκυδμαίνω
Headword (normalized):
σκυδμαίνω
Headword (normalized/stripped):
σκυδμαινω
IDX:
36770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36771
Key:
σκυδμαίνω

Data

{'headword_display': '<b>σκυδμαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκυδμαίνω</HL><PS>vb</PS><Ety>reltd.<Ref>σκύζομαι</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>ep.inf.</Lbl><Form>σκυδμαινέμεν</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>be angry</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'σκυδμαίνω'}