Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκότιος
σκοτοβῑνιάω
σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτοδῑνίᾱ
σκοτοδῑνιάω
σκοτόεις
σκοτομήνιος
σκότος
σκοτόω
σκοτώδης
σκότωμα
σκυβαλισμός
σκυδμαίνω
σκύζομαι
Σκύθαι
σκυθίζομαι
σκυθράζω
σκυθρωπάζω
σκυθρωπός
σκυλακείᾱ
σκυλακεύω
View word page
σκότωμα
σκότωμαατοςn medic.black-outPlb.

ShortDef

dizziness, vertigo

Debugging

Headword:
σκότωμα
Headword (normalized):
σκότωμα
Headword (normalized/stripped):
σκοτωμα
IDX:
36768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36769
Key:
σκότωμα

Data

{'headword_display': '<b>σκότωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκότωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>medic.</Indic><Tr>black-out</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκότωμα'}