Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκοταῖος
σκοτεινός
σκοτεινότης
σκοτίᾱ
σκοτίζομαι
σκότιος
σκοτοβῑνιάω
σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτοδῑνίᾱ
σκοτοδῑνιάω
σκοτόεις
σκοτομήνιος
σκότος
σκοτόω
σκοτώδης
σκότωμα
σκυβαλισμός
σκυδμαίνω
σκύζομαι
Σκύθαι
σκυθίζομαι
View word page
σκοτόεις
σκοτόειςεσσα ενadj of a cloud, gloomy skyfull of darknessdarkHes. AR.

ShortDef

dark

Debugging

Headword:
σκοτόεις
Headword (normalized):
σκοτόεις
Headword (normalized/stripped):
σκοτοεις
IDX:
36763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36764
Key:
σκοτόεις

Data

{'headword_display': '<b>σκοτόεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκοτόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a cloud, gloomy sky</Indic><Def>full of darkness</Def><Tr>dark</Tr><Au>Hes. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σκοτόεις'}