Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκορπίδιον
σκορπίζω
σκορπίος
σκοταῖος
σκοτεινός
σκοτεινότης
σκοτίᾱ
σκοτίζομαι
σκότιος
σκοτοβῑνιάω
σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτοδῑνίᾱ
σκοτοδῑνιάω
σκοτόεις
σκοτομήνιος
σκότος
σκοτόω
σκοτώδης
σκότωμα
σκυβαλισμός
σκυδμαίνω
View word page
σκοτο-δασυ-πυκνό-θριξ
σκοτοδασυπυκνόθριξτριχοςmasc.fem.adjδασύςπυκνόςθρίξ of the cap of Hadesdark-shaggy-thick-hairedAr.

ShortDef

dark with shaggy thick hair

Debugging

Headword:
σκοτοδασυπυκνόθριξ
Headword (normalized):
σκοτοδασυπυκνόθριξ
Headword (normalized/stripped):
σκοτοδασυπυκνοθριξ
IDX:
36760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36761
Key:
σκοτοδασυπυκνόθριξ

Data

{'headword_display': '<b>σκοτο-δασυ-πυκνό-θριξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκοτο<hyph/>δασυ<hyph/>πυκνό<hyph/>θριξ</HL><Infl>τριχος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>δασύς</Ref><Ref>πυκνός</Ref><Ref>θρίξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the cap of Hades</Indic><Tr>dark-shaggy-thick-haired</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σκοτοδασυπυκνόθριξ'}