Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
σκορπίδιον
σκορπίζω
σκορπίος
σκοταῖος
σκοτεινός
σκοτεινότης
σκοτίᾱ
σκοτίζομαι
σκότιος
σκοτοβῑνιάω
σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτοδῑνίᾱ
σκοτοδῑνιάω
σκοτόεις
σκοτομήνιος
σκότος
σκοτόω
σκοτώδης
σκότωμα
σκυβαλισμός
View word page
σκοτοβῑνιάω
σκοτοβῑνιάωcontr.vbβινέω; coined fr.σκοτοδῑνιάω be eager to fuck in the darkAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκοτοβῑνιάω
Headword (normalized):
σκοτοβῑνιάω
Headword (normalized/stripped):
σκοτοβινιαω
IDX:
36759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36760
Key:
σκοτοβῑνιάω

Data

{'headword_display': '<b>σκοτοβῑνιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκοτοβῑνιάω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>βινέω</Ref>; coined fr.<Ref>σκοτοδῑνιάω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be eager to fuck in the dark</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σκοτοβῑνιάω'}