Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
σκοπή
σκοπιᾱ́
σκοπιάζω
σκοπιωρέομαι
σκοπός
σκορακίζω
σκορδινάομαι
σκοροδάλμη
σκοροδίζω
σκόροδον
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
σκορπίδιον
σκορπίζω
σκορπίος
σκοταῖος
σκοτεινός
σκοτεινότης
σκοτίᾱ
σκοτίζομαι
σκότιος
σκοτοβῑνιάω
View word page
σκοροδο-πανδοκευτρι-αρτόπωλις
σκοροδο
πανδοκευτρι
αρτόπωλις
ιδος
f
garlic-innkeeper-breadseller
garlicky bread-selling barmaid
Ar.
ShortDef
garlic-bread-selling hostess
Debugging
Headword:
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
Headword (normalized):
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
Headword (normalized/stripped):
σκοροδοπανδοκευτριαρτοπωλις
IDX:
36749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36750
Key:
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
Data
{'headword_display': '<b>σκοροδο-πανδοκευτρι-αρτόπωλις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκοροδο<hyph/>πανδοκευτρι<hyph/>αρτόπωλις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>garlic-innkeeper-breadseller</Def><Tr>garlicky bread-selling barmaid</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις'}