Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκόπαρχος
σκόπελος
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπιᾱ́
σκοπιάζω
σκοπιωρέομαι
σκοπός
σκορακίζω
σκορδινάομαι
σκοροδάλμη
σκοροδίζω
σκόροδον
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
σκορπίδιον
σκορπίζω
σκορπίος
σκοταῖος
σκοτεινός
σκοτεινότης
View word page
σκορδινάομαι
σκορδινάομαιmid.contr.vb of a bored or agitated personprob.twitch, fidgetAr.

ShortDef

to stretch one's limbs, yawn, gape

Debugging

Headword:
σκορδινάομαι
Headword (normalized):
σκορδινάομαι
Headword (normalized/stripped):
σκορδιναομαι
IDX:
36745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36746
Key:
σκορδινάομαι

Data

{'headword_display': '<b>σκορδινάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκορδινάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a bored or agitated person</Indic><Qualif>prob.</Qualif><Tr>twitch, fidget</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σκορδινάομαι'}