Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκολύθριον
σκόλυμος
σκόμβρος
σκόπαρχος
σκόπελος
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπιᾱ́
σκοπιάζω
σκοπιωρέομαι
σκοπός
σκορακίζω
σκορδινάομαι
σκοροδάλμη
σκοροδίζω
σκόροδον
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
σκορπίδιον
σκορπίζω
σκορπίος
View word page
σκοπιωρέομαι
σκοπιωρέομαιmid.contr.vbοὖρος2ὁράω keep watch, be on the lookoutAr. X.

ShortDef

to look out for, watch

Debugging

Headword:
σκοπιωρέομαι
Headword (normalized):
σκοπιωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
σκοπιωρεομαι
IDX:
36742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36743
Key:
σκοπιωρέομαι

Data

{'headword_display': '<b>σκοπιωρέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκοπιωρέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>οὖρος<Hm>2</Hm></Ref><Ref>ὁράω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>keep watch, be on the lookout</Tr><Au>Ar. X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σκοπιωρέομαι'}