Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκολιός
σκολιότης
σκόλοψ
σκολύθριον
σκόλυμος
σκόμβρος
σκόπαρχος
σκόπελος
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπιᾱ́
σκοπιάζω
σκοπιωρέομαι
σκοπός
σκορακίζω
σκορδινάομαι
σκοροδάλμη
σκοροδίζω
σκόροδον
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
View word page
σκοπή
σκοπήῆςf lookout-postA. X. pl.acts of looking out, watchesA.

ShortDef

lookout-place, watchtower; lookout, watch

Debugging

Headword:
σκοπή
Headword (normalized):
σκοπή
Headword (normalized/stripped):
σκοπη
IDX:
36739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36740
Key:
σκοπή

Data

{'headword_display': '<b>σκοπή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκοπή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>lookout-post</Tr><Au>A. X.</Au></nS1> <nS1><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>acts of looking out, watches</Def><Au>A.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'σκοπή'}