Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκληφρός
σκνῑπός
σκνῑφαῖος
σκόλιον
σκολιός
σκολιότης
σκόλοψ
σκολύθριον
σκόλυμος
σκόμβρος
σκόπαρχος
σκόπελος
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπιᾱ́
σκοπιάζω
σκοπιωρέομαι
σκοπός
σκορακίζω
σκορδινάομαι
View word page
σκόπ-αρχος
σκόπαρχοςουmσκοπόςἄρχω milit.leader of scoutsX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκόπαρχος
Headword (normalized):
σκόπαρχος
Headword (normalized/stripped):
σκοπαρχος
IDX:
36735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36736
Key:
σκόπαρχος

Data

{'headword_display': '<b>σκόπ-αρχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκόπ<hyph/>αρχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σκοπός</Ref><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>milit.</Indic><Tr>leader of scouts</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκόπαρχος'}