Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληφρός
σκνῑπός
σκνῑφαῖος
σκόλιον
σκολιός
σκολιότης
σκόλοψ
σκολύθριον
σκόλυμος
σκόμβρος
σκόπαρχος
σκόπελος
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπιᾱ́
σκοπιάζω
σκοπιωρέομαι
σκοπός
View word page
σκόλυμος
σκόλυμοςουma kind of edible plantgolden thistleHes. Alc.

ShortDef

thistle, an artichoke

Debugging

Headword:
σκόλυμος
Headword (normalized):
σκόλυμος
Headword (normalized/stripped):
σκολυμος
IDX:
36733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36734
Key:
σκόλυμος

Data

{'headword_display': '<b>σκόλυμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκόλυμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>a kind of edible plant</Def><Tr>golden thistle</Tr><Au>Hes. Alc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκόλυμος'}