Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκιώδης
σκληροκαρδίᾱ
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληφρός
σκνῑπός
σκνῑφαῖος
σκόλιον
σκολιός
σκολιότης
σκόλοψ
σκολύθριον
σκόλυμος
σκόμβρος
σκόπαρχος
σκόπελος
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπιᾱ́
View word page
σκολιότης
σκολιότηςητοςf crookednessw.gen.of the curvature of a bowPlu.

ShortDef

crookedness

Debugging

Headword:
σκολιότης
Headword (normalized):
σκολιότης
Headword (normalized/stripped):
σκολιοτης
IDX:
36730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36731
Key:
σκολιότης

Data

{'headword_display': '<b>σκολιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκολιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>crookedness<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of the curvature of a bow</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκολιότης'}