Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
Σκῑ́ρων
σκιώδης
σκληροκαρδίᾱ
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληφρός
σκνῑπός
σκνῑφαῖος
σκόλιον
σκολιός
σκολιότης
σκόλοψ
σκολύθριον
σκόλυμος
σκόμβρος
σκόπαρχος
View word page
σκληφρός
σκληφρόςᾱ́ όνadjreltd.σκληρόςof a personslender, punyPl.

ShortDef

slender, slight, thin

Debugging

Headword:
σκληφρός
Headword (normalized):
σκληφρός
Headword (normalized/stripped):
σκληφρος
IDX:
36725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36726
Key:
σκληφρός

Data

{'headword_display': '<b>σκληφρός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκληφρός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd.<Ref>σκληρός</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>slender, puny</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σκληφρός'}