Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῖρον
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
Σκῑ́ρων
σκιώδης
σκληροκαρδίᾱ
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληφρός
σκνῑπός
σκνῑφαῖος
σκόλιον
σκολιός
σκολιότης
σκόλοψ
σκολύθριον
σκόλυμος
σκόμβρος
View word page
σκληρο-τράχηλος
σκληρο-τράχηλοςονadj fig., of personsstiff-neckedstubbornNT.

ShortDef

stiff-necked

Debugging

Headword:
σκληροτράχηλος
Headword (normalized):
σκληροτράχηλος
Headword (normalized/stripped):
σκληροτραχηλος
IDX:
36724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36725
Key:
σκληροτράχηλος

Data

{'headword_display': '<b>σκληρο-τράχηλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκληρο-τράχηλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>fig., of persons</Indic><Def>stiff-necked</Def><Tr>stubborn</Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σκληροτράχηλος'}