Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Σκίρα
σκιραφεῖον
σκίραφος
σκῖρον
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
Σκῑ́ρων
σκιώδης
σκληροκαρδίᾱ
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληφρός
σκνῑπός
σκνῑφαῖος
σκόλιον
σκολιός
σκολιότης
σκόλοψ
View word page
σκληροκαρδίᾱ
σκληροκαρδίᾱᾱςfσκληρός hardness of heart, stubbornnessNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκληροκαρδίᾱ
Headword (normalized):
σκληροκαρδίᾱ
Headword (normalized/stripped):
σκληροκαρδια
IDX:
36721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36722
Key:
σκληροκαρδίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>σκληροκαρδίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκληροκαρδίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σκληρός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>hardness of heart, stubbornness</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκληροκαρδίᾱ'}