Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκῑ́πων
Σκίρα
σκιραφεῖον
σκίραφος
σκῖρον
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
Σκῑ́ρων
σκιώδης
σκληροκαρδίᾱ
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληφρός
σκνῑπός
σκνῑφαῖος
σκόλιον
σκολιός
σκολιότης
View word page
σκιώδης
σκιώδηςεςadjσκιᾱ́ of a rocky placeshadyE.

ShortDef

shady

Debugging

Headword:
σκιώδης
Headword (normalized):
σκιώδης
Headword (normalized/stripped):
σκιωδης
IDX:
36720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36721
Key:
σκιώδης

Data

{'headword_display': '<b>σκιώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκιώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκιᾱ́</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a rocky place</Indic><Tr>shady</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σκιώδης'}