Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκιόθηρον
σκιόωντο
σκῑ́πων
Σκίρα
σκιραφεῖον
σκίραφος
σκῖρον
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
Σκῑ́ρων
σκιώδης
σκληροκαρδίᾱ
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληφρός
σκνῑπός
σκνῑφαῖος
σκόλιον
View word page
σκίρτησις
σκίρτησιςεωςf bounding, leapingof a bullPlu.

ShortDef

a bounding, leaping

Debugging

Headword:
σκίρτησις
Headword (normalized):
σκίρτησις
Headword (normalized/stripped):
σκιρτησις
IDX:
36718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36719
Key:
σκίρτησις

Data

{'headword_display': '<b>σκίρτησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκίρτησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>bounding, leaping<Expl>of a bull</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκίρτησις'}