Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκιόεις
σκιόθηρον
σκιόωντο
σκῑ́πων
Σκίρα
σκιραφεῖον
σκίραφος
σκῖρον
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
Σκῑ́ρων
σκιώδης
σκληροκαρδίᾱ
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληφρός
σκνῑπός
σκνῑφαῖος
View word page
σκίρτημα
σκίρτημαατοςn spring, bound, leapof a person or animalA. E. Plu.

ShortDef

a bound, leap

Debugging

Headword:
σκίρτημα
Headword (normalized):
σκίρτημα
Headword (normalized/stripped):
σκιρτημα
IDX:
36717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36718
Key:
σκίρτημα

Data

{'headword_display': '<b>σκίρτημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκίρτημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>spring, bound, leap<Expl>of a person or animal</Expl></Tr><Au>A. E. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκίρτημα'}