Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμοι
σκιοειδής
σκιόεις
σκιόθηρον
σκιόωντο
σκῑ́πων
Σκίρα
σκιραφεῖον
σκίραφος
σκῖρον
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
Σκῑ́ρων
σκιώδης
σκληροκαρδίᾱ
σκληρός
σκληρότης
View word page
σκίραφος
σκίραφοςουm dice-boxfig.trickeryHippon.or perh. dice player, trickster

ShortDef

a dice-box

Debugging

Headword:
σκίραφος
Headword (normalized):
σκίραφος
Headword (normalized/stripped):
σκιραφος
IDX:
36713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36714
Key:
σκίραφος

Data

{'headword_display': '<b>σκίραφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκίραφος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>dice-box</Def><nS2><Indic>fig.</Indic><Tr>trickery</Tr><Au>Hippon.</Au><Extra>or perh. <ital>dice player, trickster</ital></Extra></nS2></nS1></NE>', 'key': 'σκίραφος'}