Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκιή
σκιητροφέω
σκίλλα
σκιμᾱλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμοι
σκιοειδής
σκιόεις
σκιόθηρον
σκιόωντο
σκῑ́πων
Σκίρα
σκιραφεῖον
σκίραφος
σκῖρον
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
Σκῑ́ρων
View word page
σκιόωντο
σκιόωντοep.3pl.impf.pass.seeσκιάω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιόωντο
Headword (normalized):
σκιόωντο
Headword (normalized/stripped):
σκιοωντο
IDX:
36709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36710
Key:
σκιόωντο

Data

{'headword_display': '<b>σκιόωντο</b>', 'content': '<XE><RefFm>σκιόωντο<LblR>ep.3pl.impf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>σκιάω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σκιόωντο'}