Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκιερός
σκιή
σκιητροφέω
σκίλλα
σκιμᾱλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμοι
σκιοειδής
σκιόεις
σκιόθηρον
σκιόωντο
σκῑ́πων
Σκίρα
σκιραφεῖον
σκίραφος
σκῖρον
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
View word page
σκιό-θηρον
σκιόθηρονουnθηράω sundialPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιόθηρον
Headword (normalized):
σκιόθηρον
Headword (normalized/stripped):
σκιοθηρον
IDX:
36708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36709
Key:
σκιόθηρον

Data

{'headword_display': '<b>σκιό-θηρον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκιό<hyph/>θηρον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>θηράω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sundial</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκιόθηρον'}