Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκιάω
σκίδναμαι
σκιερός
σκιή
σκιητροφέω
σκίλλα
σκιμᾱλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμοι
σκιοειδής
σκιόεις
σκιόθηρον
σκιόωντο
σκῑ́πων
Σκίρα
σκιραφεῖον
σκίραφος
σκῖρον
Σκιροφοριών
σκιρτάω
View word page
σκιο-ειδής
σκιοειδήςέςadjσκιᾱ́εἶδος1 of races of humans, apparitions of soulsshadow-like, shadowyAr. Pl.

ShortDef

fleeting like a shadow, shadowy

Debugging

Headword:
σκιοειδής
Headword (normalized):
σκιοειδής
Headword (normalized/stripped):
σκιοειδης
IDX:
36706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36707
Key:
σκιοειδής

Data

{'headword_display': '<b>σκιο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκιο<hyph/>ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκιᾱ́</Ref><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of races of humans, apparitions of souls</Indic><Tr>shadow-like, shadowy</Tr><Au>Ar. Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σκιοειδής'}