Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκίασμα
σκιᾱτροφέω
σκιᾱτροφίᾱ
σκιάω
σκίδναμαι
σκιερός
σκιή
σκιητροφέω
σκίλλα
σκιμᾱλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμοι
σκιοειδής
σκιόεις
σκιόθηρον
σκιόωντο
σκῑ́πων
View word page
σκιητροφέω
σκιητροφέωIon.contr.vbseeσκιᾱτροφέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιητροφέω
Headword (normalized):
σκιητροφέω
Headword (normalized/stripped):
σκιητροφεω
IDX:
36700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36701
Key:
σκιητροφέω

Data

{'headword_display': '<b>σκιητροφέω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σκιητροφέω</HL><PS>Ion.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>σκιᾱτροφέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σκιητροφέω'}