Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁλούς
ἀλουσίᾱ
ἄλουτος
ἄλοχος
ἄλοχος
ἀλόω
Ἄλπεις
ἄλπνιστος
ἅλς
ἀλσηίς
ἅλσις
ἇλσο
ἄλσος
ἀλσώδης
ἁλτικός
ἆλτο
ἁλυκός
ἀλυκτάζω
ἀλυκτέομαι
ἀλυκτοπέδαι
ἄλυξα
View word page
ἅλσις
ἅλσιςεωςfἅλλομαι jumping, leapingArist.

ShortDef

a leaping

Debugging

Headword:
ἅλσις
Headword (normalized):
ἅλσις
Headword (normalized/stripped):
αλσις
IDX:
3669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3670
Key:
ἅλσις

Data

{'headword_display': '<b>ἅλσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἅλσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἅλλομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>jumping, leaping</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἅλσις'}