Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκιᾱ́
σκιᾱγραφέω
σκιᾱγράφημα
σκιᾱγραφίᾱ
σκιάδειον
σκιαδίσκη
σκιᾱ́εις
σκιάζω
σκιᾱμαχέω
Σκιᾱ́ποδες
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκίασμα
σκιᾱτροφέω
σκιᾱτροφίᾱ
σκιάω
σκίδναμαι
σκιερός
σκιή
σκιητροφέω
View word page
σκιαρό-κομος
σκιαρόκομοςονdial.adjσκιερόςκόμη shady-hairedfig., of a forestwith shady leavesE.

ShortDef

with shading leaves

Debugging

Headword:
σκιαρόκομος
Headword (normalized):
σκιαρόκομος
Headword (normalized/stripped):
σκιαροκομος
IDX:
36690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36691
Key:
σκιαρόκομος

Data

{'headword_display': '<b>σκιαρό-κομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκιαρό<hyph/>κομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>σκιερός</Ref><Ref>κόμη</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>shady-haired</Def><aS2><Indic>fig., of a forest</Indic><Tr>with shady leaves</Tr><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'σκιαρόκομος'}