Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκηπτουχίᾱ
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκήπτω
σκηρίπτω
σκῆψις
σκιᾱ́
σκιᾱγραφέω
σκιᾱγράφημα
σκιᾱγραφίᾱ
σκιάδειον
σκιαδίσκη
σκιᾱ́εις
σκιάζω
σκιᾱμαχέω
Σκιᾱ́ποδες
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
σκίασμα
σκιᾱτροφέω
View word page
σκιάδειον
σκιάδειονουn sunshade, parasolAr.

ShortDef

a sunshade, parasol

Debugging

Headword:
σκιάδειον
Headword (normalized):
σκιάδειον
Headword (normalized/stripped):
σκιαδειον
IDX:
36684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36685
Key:
σκιάδειον

Data

{'headword_display': '<b>σκιάδειον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκιάδειον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>sunshade, parasol</Tr><Au>Ar.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'σκιάδειον'}