Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκήπτομαι
σκηπτός
σκηπτουχίᾱ
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκήπτω
σκηρίπτω
σκῆψις
σκιᾱ́
σκιᾱγραφέω
σκιᾱγράφημα
σκιᾱγραφίᾱ
σκιάδειον
σκιαδίσκη
σκιᾱ́εις
σκιάζω
σκιᾱμαχέω
Σκιᾱ́ποδες
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιάς
View word page
σκιᾱγράφημα
σκιᾱγράφημαατοςn piece of illusionistic paintingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκιᾱγράφημα
Headword (normalized):
σκιᾱγράφημα
Headword (normalized/stripped):
σκιαγραφημα
IDX:
36682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36683
Key:
σκιᾱγράφημα

Data

{'headword_display': '<b>σκιᾱγράφημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκιᾱγράφημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr> piece of illusionistic painting</Tr><Au>Pl.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'σκιᾱγράφημα'}