Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκηνοποιέομαι
σκηνοποιίᾱ
σκηνοποιός
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτός
σκηπτουχίᾱ
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκήπτω
σκηρίπτω
σκῆψις
σκιᾱ́
σκιᾱγραφέω
σκιᾱγράφημα
σκιᾱγραφίᾱ
σκιάδειον
View word page
σκηπτουχίᾱ
σκηπτουχίᾱᾱςfσκηπτοῦχος bearing of a staff of officemilitary commandA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκηπτουχίᾱ
Headword (normalized):
σκηπτουχίᾱ
Headword (normalized/stripped):
σκηπτουχια
IDX:
36674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36675
Key:
σκηπτουχίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>σκηπτουχίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκηπτουχίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σκηπτοῦχος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>bearing of a staff of office</Def><Tr>military command</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκηπτουχίᾱ'}