Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκηνῑ́της
σκηνογραφίᾱ
σκηνοπηγίᾱ
σκηνοποιέομαι
σκηνοποιίᾱ
σκηνοποιός
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτός
σκηπτουχίᾱ
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκήπτω
σκηρίπτω
σκῆψις
σκιᾱ́
σκιᾱγραφέω
View word page
σκηπάνιον
σκηπάνιονουnσκῆπτρον staff of officestaff, sceptreIl. staff for supportstaff, stickCall.

ShortDef

staff (LSJ σκηπάνη)

Debugging

Headword:
σκηπάνιον
Headword (normalized):
σκηπάνιον
Headword (normalized/stripped):
σκηπανιον
IDX:
36671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36672
Key:
σκηπάνιον

Data

{'headword_display': '<b>σκηπάνιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκηπάνιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>σκῆπτρον</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>staff of office</Def><Tr>staff, sceptre</Tr><Au>Il.</Au></nS1> <nS1><Def>staff for support</Def><Tr>staff, stick</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκηπάνιον'}