Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκηνίδιον
σκηνικός
σκηνίς
σκηνῑ́της
σκηνογραφίᾱ
σκηνοπηγίᾱ
σκηνοποιέομαι
σκηνοποιίᾱ
σκηνοποιός
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτός
σκηπτουχίᾱ
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκήπτω
σκηρίπτω
View word page
σκηνόω
σκηνόωcontr.vbseeσκηνέω

ShortDef

to pitch tents, encamp

Debugging

Headword:
σκηνόω
Headword (normalized):
σκηνόω
Headword (normalized/stripped):
σκηνοω
IDX:
36668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36669
Key:
σκηνόω

Data

{'headword_display': '<b>σκηνόω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σκηνόω</HL><PS>contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>σκηνέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σκηνόω'}