Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκηνήματα
σκηνίδιον
σκηνικός
σκηνίς
σκηνῑ́της
σκηνογραφίᾱ
σκηνοπηγίᾱ
σκηνοποιέομαι
σκηνοποιίᾱ
σκηνοποιός
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτός
σκηπτουχίᾱ
σκηπτοῦχος
σκῆπτρον
σκήπτω
View word page
σκηνο-φύλαξ
σκηνοφύλαξακοςm guardian of tentscamp-guardX. Plu.

ShortDef

a watcher in a tent

Debugging

Headword:
σκηνοφύλαξ
Headword (normalized):
σκηνοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
σκηνοφυλαξ
IDX:
36667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36668
Key:
σκηνοφύλαξ

Data

{'headword_display': '<b>σκηνο-φύλαξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκηνο<hyph/>φύλαξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>guardian of tents</Def><Tr>camp-guard</Tr><Au>X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκηνοφύλαξ'}