Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκηνάομαι
σκηνέω
σκηνή
σκηνήματα
σκηνίδιον
σκηνικός
σκηνίς
σκηνῑ́της
σκηνογραφίᾱ
σκηνοπηγίᾱ
σκηνοποιέομαι
σκηνοποιίᾱ
σκηνοποιός
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπάνιον
σκήπτομαι
σκηπτός
σκηπτουχίᾱ
View word page
σκηνοποιέομαι
σκηνοποιέομαιmid.contr.vbσκηνή 1 make oneself a tentshelterPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκηνοποιέομαι
Headword (normalized):
σκηνοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
σκηνοποιεομαι
IDX:
36664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36665
Key:
σκηνοποιέομαι

Data

{'headword_display': '<b>σκηνοποιέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκηνοποιέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>σκηνή</Ref> 1</Ety></vHG> <vS1><Tr>make oneself a tent<or/>shelter</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σκηνοποιέομαι'}