Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκευωρίᾱ
σκέψις
σκήλειε
σκηνάομαι
σκηνέω
σκηνή
σκηνήματα
σκηνίδιον
σκηνικός
σκηνίς
σκηνῑ́της
σκηνογραφίᾱ
σκηνοπηγίᾱ
σκηνοποιέομαι
σκηνοποιίᾱ
σκηνοποιός
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
σκήνωμα
σκηπάνιον
View word page
σκηνῑ́της
σκηνῑ́τηςουmσκηνή 3 stall-holder, shopkeeperIsoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκηνῑ́της
Headword (normalized):
σκηνῑ́της
Headword (normalized/stripped):
σκηνιτης
IDX:
36661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36662
Key:
σκηνῑ́της

Data

{'headword_display': '<b>σκηνῑ́της</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκηνῑ́της</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σκηνή</Ref> 3</Ety></HG> <nS1><Tr>stall-holder, shopkeeper</Tr><Au>Isoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκηνῑ́της'}