Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρίᾱ
σκέψις
σκήλειε
σκηνάομαι
σκηνέω
σκηνή
σκηνήματα
σκηνίδιον
σκηνικός
σκηνίς
σκηνῑ́της
σκηνογραφίᾱ
σκηνοπηγίᾱ
σκηνοποιέομαι
σκηνοποιίᾱ
σκηνοποιός
σκηνοφύλαξ
σκηνόω
σκηνύδριον
View word page
σκηνικός
σκηνικόςή όνadjσκηνή 5–6of or relating to the stagemasc.sb.actorPlu.

ShortDef

of the stage, theatrical

Debugging

Headword:
σκηνικός
Headword (normalized):
σκηνικός
Headword (normalized/stripped):
σκηνικος
IDX:
36659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36660
Key:
σκηνικός

Data

{'headword_display': '<b>σκηνικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκηνικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκηνή</Ref> 5–6</Ety></HG><aS1><Def>of or relating to the stage</Def><SGrm><GLbl>masc.sb.</GLbl><Def>actor</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'σκηνικός'}