Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρίᾱ
σκέψις
σκήλειε
σκηνάομαι
σκηνέω
σκηνή
σκηνήματα
σκηνίδιον
σκηνικός
σκηνίς
σκηνῑ́της
σκηνογραφίᾱ
σκηνοπηγίᾱ
σκηνοποιέομαι
σκηνοποιίᾱ
σκηνοποιός
σκηνοφύλαξ
View word page
σκηνήματα
σκηνήματατωνn.plσκηνέω quarters, shelterref. to an eagle's nestA.ref. to buildings assoc.w. a sanctuaryX.v.l. σκηνώματα

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκηνήματα
Headword (normalized):
σκηνήματα
Headword (normalized/stripped):
σκηνηματα
IDX:
36657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36658
Key:
σκηνήματα

Data

{'headword_display': '<b>σκηνήματα</b>', 'content': "<NE><HG><HL>σκηνήματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>σκηνέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>quarters, shelter<Expl>ref. to an eagle's nest</Expl></Tr><Au>A.</Au><nS2><Indic>ref. to buildings assoc.w. a sanctuary</Indic><Au>X.<LblR>v.l. <Gr>σκηνώματα</Gr></LblR></Au></nS2></nS1></NE>", 'key': 'σκηνήματα'}