Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκευοποιήματα
σκευοποιός
σκεῦος
σκευουργίᾱ
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρίᾱ
σκέψις
σκήλειε
σκηνάομαι
σκηνέω
σκηνή
σκηνήματα
σκηνίδιον
σκηνικός
σκηνίς
σκηνῑ́της
View word page
σκευωρίᾱ
σκευωρίᾱᾱςf care, attentionto an activityArist. pejor.scheming, intrigueD. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκευωρίᾱ
Headword (normalized):
σκευωρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
σκευωρια
IDX:
36651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36652
Key:
σκευωρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>σκευωρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκευωρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>care, attention<Expl>to an activity</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1> <nS1><Indic>pejor.</Indic><Tr>scheming, intrigue</Tr><Au>D. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκευωρίᾱ'}