Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκευοποιέω
σκευοποιήματα
σκευοποιός
σκεῦος
σκευουργίᾱ
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρίᾱ
σκέψις
σκήλειε
σκηνάομαι
σκηνέω
σκηνή
σκηνήματα
σκηνίδιον
σκηνικός
σκηνίς
View word page
σκευώρημα
σκευώρημαατοςn product of planning or schemingref. to a line of argumentfabrication, concoctionD.

ShortDef

a fabrication, fraud

Debugging

Headword:
σκευώρημα
Headword (normalized):
σκευώρημα
Headword (normalized/stripped):
σκευωρημα
IDX:
36650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36651
Key:
σκευώρημα

Data

{'headword_display': '<b>σκευώρημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκευώρημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>product of planning or scheming</Def><nS2><Indic>ref. to a line of argument</Indic><Tr>fabrication, concoction</Tr><Au>D.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'σκευώρημα'}