Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκευασίᾱ
σκευαστός
σκευή
σκευοθήκη
σκευοποιέω
σκευοποιήματα
σκευοποιός
σκεῦος
σκευουργίᾱ
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρίᾱ
σκέψις
σκήλειε
σκηνάομαι
σκηνέω
σκηνή
View word page
σκευοφορικός
σκευοφορικόςή όνadj of or related to baggage-carryingof a trainof baggage-carriersX.of the weightof carried baggageX.

ShortDef

of or for baggage-carrying

Debugging

Headword:
σκευοφορικός
Headword (normalized):
σκευοφορικός
Headword (normalized/stripped):
σκευοφορικος
IDX:
36646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36647
Key:
σκευοφορικός

Data

{'headword_display': '<b>σκευοφορικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκευοφορικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>of or related to baggage-carrying</Def><aS2><Indic>of a train</Indic><Tr>of baggage-carriers</Tr><Au>X.</Au></aS2></aS1><aS1><Indic>of the weight</Indic><Tr>of carried baggage</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σκευοφορικός'}