Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκευάζω
σκευάριον
σκευασίᾱ
σκευαστός
σκευή
σκευοθήκη
σκευοποιέω
σκευοποιήματα
σκευοποιός
σκεῦος
σκευουργίᾱ
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρίᾱ
σκέψις
σκήλειε
σκηνάομαι
View word page
σκευουργίᾱ
σκευουργίᾱᾱςfἔργον utensil-makingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκευουργίᾱ
Headword (normalized):
σκευουργίᾱ
Headword (normalized/stripped):
σκευουργια
IDX:
36644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36645
Key:
σκευουργίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>σκευουργίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκευουργίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>utensil-making</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκευουργίᾱ'}