Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
σκευάριον
σκευασίᾱ
σκευαστός
σκευή
σκευοθήκη
σκευοποιέω
σκευοποιήματα
σκευοποιός
σκεῦος
σκευουργίᾱ
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρίᾱ
σκέψις
View word page
σκευο-ποιός
σκευοποιόςοῦmσκευήποιέω maker of theatrical costumesincl. maskscostume-makerAr. Arist.

ShortDef

a maker of masks and other stage-properties

Debugging

Headword:
σκευοποιός
Headword (normalized):
σκευοποιός
Headword (normalized/stripped):
σκευοποιος
IDX:
36642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36643
Key:
σκευοποιός

Data

{'headword_display': '<b>σκευο-ποιός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκευο<hyph/>ποιός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σκευή</Ref><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>maker of theatrical costumes<Expl>incl. masks</Expl></Def><Tr>costume-maker</Tr><Au>Ar. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκευοποιός'}