Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκευᾱ́
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
σκευάριον
σκευασίᾱ
σκευαστός
σκευή
σκευοθήκη
σκευοποιέω
σκευοποιήματα
σκευοποιός
σκεῦος
σκευουργίᾱ
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευωρέομαι
σκευώρημα
σκευωρίᾱ
View word page
σκευοποιήματα
σκευοποιήματατωνn.pl accoutrements, costumeref. to the clothing and mask of a tragic actorPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκευοποιήματα
Headword (normalized):
σκευοποιήματα
Headword (normalized/stripped):
σκευοποιηματα
IDX:
36641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36642
Key:
σκευοποιήματα

Data

{'headword_display': '<b>σκευοποιήματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκευοποιήματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>accoutrements, costume<Expl>ref. to the clothing and mask of a tragic actor</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σκευοποιήματα'}