Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκέρβολος
σκευᾱ́
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
σκευάριον
σκευασίᾱ
σκευαστός
σκευή
σκευοθήκη
σκευοποιέω
σκευοποιήματα
σκευοποιός
σκεῦος
σκευουργίᾱ
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευωρέομαι
σκευώρημα
View word page
σκευοποιέω
σκευοποιέωcontr.vbσκευοποιός pass.of military enginesbe constructedPlu.

ShortDef

to fabricate

Debugging

Headword:
σκευοποιέω
Headword (normalized):
σκευοποιέω
Headword (normalized/stripped):
σκευοποιεω
IDX:
36640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36641
Key:
σκευοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>σκευοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκευοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σκευοποιός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of military engines</Indic><Def>be constructed</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'σκευοποιέω'}