Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευᾱ́
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
σκευάριον
σκευασίᾱ
σκευαστός
σκευή
σκευοθήκη
σκευοποιέω
σκευοποιήματα
σκευοποιός
σκεῦος
σκευουργίᾱ
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόρος
σκευοφυλακέω
σκευωρέομαι
View word page
σκευο-θήκη
σκευοθήκηηςfσκεῦοςτίθημι place for storing equipmentspecif.naval arsenalAeschin.

ShortDef

a tool-chest, arms-chest

Debugging

Headword:
σκευοθήκη
Headword (normalized):
σκευοθήκη
Headword (normalized/stripped):
σκευοθηκη
IDX:
36639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36640
Key:
σκευοθήκη

Data

{'headword_display': '<b>σκευο-θήκη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σκευο<hyph/>θήκη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σκεῦος</Ref><Ref>τίθημι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>place for storing equipment</Def><nS2><Indic>specif.</Indic><Tr>naval arsenal</Tr><Au>Aeschin.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'σκευοθήκη'}