Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευᾱ́
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
σκευάριον
σκευασίᾱ
σκευαστός
σκευή
σκευοθήκη
σκευοποιέω
σκευοποιήματα
σκευοποιός
σκεῦος
σκευουργίᾱ
σκευοφορέω
σκευοφορικός
σκευοφόρος
View word page
σκευαστός
σκευαστόςή όνadj of a class of thingsman-made, manufacturedopp. naturalPl.neut.pl.sb.manufactured objectsPl. Arist.

ShortDef

prepared by art, artificial

Debugging

Headword:
σκευαστός
Headword (normalized):
σκευαστός
Headword (normalized/stripped):
σκευαστος
IDX:
36637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36638
Key:
σκευαστός

Data

{'headword_display': '<b>σκευαστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκευαστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a class of things</Indic><Tr>man-made, manufactured<Expl>opp. natural</Expl></Tr><Au>Pl.</Au><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>manufactured objects</Def><Au>Pl. Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'σκευαστός'}