Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκέπασμα
σκεπαστικός
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευᾱ́
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
σκευάριον
σκευασίᾱ
σκευαστός
σκευή
σκευοθήκη
σκευοποιέω
σκευοποιήματα
σκευοποιός
View word page
σκευαγωγέω
σκευαγωγέωcontr.vbσκευαγωγός transport goods or propertymove one's belongingsAeschin. D.

ShortDef

to carry away goods and chattels

Debugging

Headword:
σκευαγωγέω
Headword (normalized):
σκευαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
σκευαγωγεω
IDX:
36632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36633
Key:
σκευαγωγέω

Data

{'headword_display': '<b>σκευαγωγέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>σκευαγωγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σκευαγωγός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>transport goods or property</Def><Tr>move one's belongings</Tr><Au>Aeschin. D.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'σκευαγωγέω'}