Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκέπας
σκέπασμα
σκεπαστικός
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευᾱ́
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
σκευάριον
σκευασίᾱ
σκευαστός
σκευή
σκευοθήκη
σκευοποιέω
σκευοποιήματα
View word page
σκευᾱ́
σκευᾱ́dial.fseeσκευή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκευᾱ́
Headword (normalized):
σκευᾱ́
Headword (normalized/stripped):
σκευα
IDX:
36631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36632
Key:
σκευᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>σκευᾱ́</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σκευᾱ́</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>σκευή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σκευᾱ́'}