Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκέπαρνος
σκέπας
σκέπασμα
σκεπαστικός
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευᾱ́
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
σκευάριον
σκευασίᾱ
σκευαστός
σκευή
σκευοθήκη
σκευοποιέω
View word page
σκέρβολος
σκέρβολοςονadjreltd.βάλλω of speechapp.abusiveCall.

ShortDef

scolding, abusive

Debugging

Headword:
σκέρβολος
Headword (normalized):
σκέρβολος
Headword (normalized/stripped):
σκερβολος
IDX:
36630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36631
Key:
σκέρβολος

Data

{'headword_display': '<b>σκέρβολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκέρβολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd.<Ref>βάλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of speech</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>abusive</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σκέρβολος'}