Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκεπάζω
σκέπαρνος
σκέπας
σκέπασμα
σκεπαστικός
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευᾱ́
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
σκευάριον
σκευασίᾱ
σκευαστός
σκευή
σκευοθήκη
View word page
σκερβόλλω
σκερβόλλωvbσκέρβολος app.utter abuseAr.

ShortDef

to scold, abuse

Debugging

Headword:
σκερβόλλω
Headword (normalized):
σκερβόλλω
Headword (normalized/stripped):
σκερβολλω
IDX:
36629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36630
Key:
σκερβόλλω

Data

{'headword_display': '<b>σκερβόλλω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σκερβόλλω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>σκέρβολος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Qualif>app.</Qualif><Tr>utter abuse</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σκερβόλλω'}