Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σκέλλω
σκέλος
σκέμμα
σκεπάζω
σκέπαρνος
σκέπας
σκέπασμα
σκεπαστικός
σκεπάω
σκέπη
σκεπτέος
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευᾱ́
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζω
σκευάριον
σκευασίᾱ
View word page
σκεπτέος
σκεπτέοςᾱ ονvbl.adjσκέπτομαι to be consideredexaminedAntipho Pl.

ShortDef

one must reflect

Debugging

Headword:
σκεπτέος
Headword (normalized):
σκεπτέος
Headword (normalized/stripped):
σκεπτεος
IDX:
36626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36627
Key:
σκεπτέος

Data

{'headword_display': '<b>σκεπτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σκεπτέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>σκέπτομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>to be considered<or/>examined</Tr><Au>Antipho Pl.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'σκεπτέος'}